πρακτικού· εις την αρχήν ταύτην παρέμεινε πιστός ο Αριστοτέλης
μέχρι τέλους. Κύριον διδάσκαλον είχε τον Πλάτωνα· αλλ' ήτο
ακόρεστος εραστής της γνώσεως, καταγινόμενος όχι μόνον εις την
ιστορίαν της προηγουμένης φιλοσοφίας, εις τας μαθηματικάς
ζητήσεις του Ευδόξου και τα μυστήρια των Πυθαγορείων, αλλά και
εις λεπτομερείς σπουδάς, καθώς την συναγωγήν των δραματικών
διδασκαλιών και των ειδών των πολιτευμάτων. Τας προς τον
διδάσκαλόν του σχέσεις απεικονίζει καλώς η περίφημος φράσις των
Ηθικών· [Α', 6 σ. 1095 α 16] «δυοίν γαρ όντοιν φίλοιν, όσιον
προτιμάν την αλήθειαν» { Both being dear, I am bound to prefer
Truth! } Άλλος περισσότερον αφωσιωμένος ή ολιγώτερον
πρωτότυπος μαθητής, π.χ. ο Σπεύσιππος, δεν ήθελεν αντιθέσει τον
Πλάτωνα προς την αλήθειαν. Μετά τον θάνατον του Πλάτωνος (347)
σχολάρχης της Ακαδημείας εξελέγη ο Σπεύσιππος, τότε δε ο
Αριστοτέλης ενόμισε πρέπον ν' αφήση τας Αθήνας, καθώς και ο
Ξενοκράτης, ο μετέπειτα διάδοχος του Σπευσίππου. Ο Αριστοτέλης,
περάσας τρία έτη εν Άσσω της Μυσίας, ενυμμεύθη την Πυθιάδα, την
ανεψιάν του εκεί δυνάστου, κατά τρόπον ρωμαντικόν, αφού δηλαδή
την έσωσεν από τινος οχλαγωγίας. Κατά δε το 343 π. Χ. προσεκλήθη
εις την Πέλλαν υπό του Φιλίππου, και ανέλαβε την εκπαίδευσιν του
Αλεξάνδρου, όστις ήτο τότε δέκα τριών ετών.
Περί των μαθημάτων εκείνων ουδέν είναι γνωστόν και πιθανώς ολίγα
είχον κοινά ο ζηλωτής του Αχιλλέως και ο μέγας θεωρητικός, πλην
τούτου μόνον, ότι και οι δύο ήσαν υπέροχοι. Γνήσιος φίλος του
Αριστοτέλους ήτο, φαίνεται, ο Φίλιππος. Ο Αριστοτέλης είχεν ίσως
ποθήσει, καθώς ο Πλάτων και ο Ισοκράτης, να προσηλυτίση κανένα
ηγεμόνα· τουλάχιστον έκαμε προ του Φιλίππου δύο πειράματα επί
δύο μικρών δυναστών, του Θεμίσωνος της Κύπρου και του Ερμείου,
του θείου της γυναικός του. Έν έτος μετά τον θάνατον του
Φιλίππου, ο μεν Αριστοτέλης επανήλθεν εις τας Αθήνας, ο δε
Αλέξανδρος εξεστράτευσε κατά των Περσών. Αλλ' ο Αριστοτέλης
ουδέποτε είχεν επιδοκιμάσει το σχέδιον της κατακτήσεως της Ασίας·
διότι δεν ήτο «θεωρητικόν». Αλλά και την άλλην του συμβουλήν, ότι
ο κατακτητής έπρεπε να είναι των μεν Ελλήνων ηγεμών, των δε
βαρβάρων κύριος, απέρριψεν ο Αλέξανδρος, επιμένων να μη κάμνη