χώρας του, των συντοπιτών του και τα χαρίσματα και τις
αδυναμίες, και ν' ανθίση εκεί 'ς τη Ζάκυνθο, σε μια περίοδον
ως δέκα χρόνων, ν' ανθίση σαν ένα λουλούδι νοητό,
καμωμένο με όλα τα φανταχτερά, μα ευκολόσβυστα,
χρώματα και με όλα τα μεθυστικά τα αρώματα του ζακυθινού
κάμπου. Μας παρασταίνεται ο μικρός λαός που ζη εκεί πέρα,
σε ό,τι κατέχει πιο σημαντικό και πιο βαθύ από τη φύση
γνώρισμα, σαν ένας λαός πλούσιος από αίσθημα κι από
φαντασία· μα η φαντασία του, ευκολογύριστη, αλλάζει, το
καινούριο ζητάει, και το αίσθημά του δεν αντέχει για πολύ 'ς
τα εμπόδια, και πέφτει. Ο Ζακυνθινός ανάφτει εύκολα, και
γλήγορα κορώνει. Φαιδρός και παθητικός, αγαπάει τα γέλοια
και τα μετωρίσματα, καθώς έχει περισσά τα δάκρυα· και
θλίβεται από την ξένη δυστυχία πιο πολύ, παρ' όσον από τη
δική του. Μίμος και τραγουδιστής, εξέχει 'ς τα πειράγματα· η
καντάδα είναι το στοιχείο του. Γεννημένος μουσικός·
δηλαδή κιθαριστής, πιο πολύ. Τα πιο γνωστά και πιο
αγαπημένα τραγουδάκια του πολλού κόσμου, μέσα 'ς τα
στόματα εκείνων, που δεν ορέγονται πλέον την τραχεία
πρωτόγονην αρμονία του κλέφτικου τραγουδιού, μήτε την
αργήν ανατολίτικη παθητικότητα του αμανέ, και που ακόμα
δε γνωρίστηκαν με τη σοφή και τη βαθειά μουσική των
ευρωπαίων· τα τραγούδια τα καμωμέν' από Λαγουϊδιάρηδες
και Τσακασιάνους και τους ομοφύλους των, τα τονισμένα
από τον Ξύνδα, σε μελωδίες ευκολοθύμητες ιταλικές, όλα,
τραγουδιστάδες και μουσικοί και κιθαριστάδες, από τη
Ζάκυνθο μας έρχονται. Ο Ζακυθινός είναι γεννημένος
ποιητής· πιο πολύ αυτοσχεδιαστής, ή ποιητής.
Ιστοριογράφος του λαού αυτού αναφέρει πως εκεί,
γραμματισμένοι κι αγράμματοι, 'ς τη χώρα και 'ς τα χωριά,
κρατούν έτοιμο το στίχο 'ς το στόμα· καλημερίζονται κ'
ερωταποκρίνονται με στίχους, (καθώς εύκολα πετούνε τη
βλαστήμια 'ς του θυμού την ώρα)· και σημειώνει την απορία
κάποιου άγγλου περιηγητή που ρώτησε για κάτι μια χωρική,
κ' η χωρική του αποκρίθηκε σε στίχους. Κι όπως είν' εκεί
φτηνά χυμένα τα ερωτικά παραπονέματα της καντάδας, τα
«Στον τάφο μου απάνω» και τα «Πώς ημπορείς κι αλλάζεις
την καρδιά σου», έτσι και ταναγελάσματα, και οι παρωδίες,
αυτογέννητα πλούσια εκεί πέρα. Οι δύο γνωστότεροι
σατυρικοί, προς τα τέλη του προπερασμένου και προς την
αρχή του περασμένου αιώνα, ο αδιάντροπος Κουτούζης και ο
ηθογραφικός Γουζέλης, από τη Ζάκυνθο μας έρχονται.