Το Φλαμένκο δεν ήταν πάντα αποδεκτό από την συντηρητική
άρχουσα τάξη, ίσως εξαιτίας του περιεχομένου των τραγουδιών του, τα
οποία είχαν σαν θέμα τους τη βία, τον έρωτα δίχως κοινωνικές
συμβάσεις, τη φυλακή κ.ά..
Από το 1850 μέχρι και το 1910 έχουμε τη λεγόμενη Χρυσή Εποχή του
Φλαμένκο. Το φλαμένκο μπήκε σε πολλά cafes cantantes, όπου δίνονταν
μουσικές παραστάσεις, έχοντας χάσει την κακή του φήμη, και κέρδιζε
θαυμαστές από τις πλούσιες και πιο μορφωμένες κοινωνικές τάξεις. Οι
συμμετέχοντες ήταν πλέον επαγγελματίες, ενώ γίνονταν διάσημοι και οι
κιθαρίστες που συνόδευαν τους χορευτές φλαμένκο, οι οποίοι άρχισαν
να επηρεάζονται από ακούσματα κλασικών κομματιών, υιοθετώντας
τεχνικές που ενσωμάτωσαν στην παραδοσιακή μουσική. Για κάποιους, η
περίοδος αυτή σηματοδοτούσε την εμπορευματοποίηση του
παραδοσιακού φλαμένκο, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι με τους
επαγγελματίες πλέον χορευτές και μουσικούς δημιουργούνταν υγιής
ανταγωνισμός, ο οποίος με τη σειρά του γεννούσε μεγαλύτερη
δημιουργικότητα και τεχνική αρτιότητα.
Θεωρείται πως οι χορευτές και οι τραγουδιστές του Φλαμένκο
άσκησαν μεγάλη επίδραση σε καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, αλλά και
στους πρωτοπόρους των καλλιτεχνικών κινημάτων στις πρώτες
δεκαετίες του 20ού αιώνα (κυβισμός, ντανταϊσμός, σουρεαλισμός), κάτι
που αναδεικνύεται στις μέρες μας μέσω εκθέσεων έργων τέχνης.
Κατά τη δικτατορία του Φράνκο (1936-1973), κυνηγήθηκαν οι
πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος, καθώς και μειονότητες της χώρας.
Οι Τσιγγάνοι, ωστόσο, της Ανδαλουσίας δεν είχαν τόσο την τύχη
ομοεθνών τους στην κυρίως Ευρώπη, το 85% των οποίων βρήκαν το
θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έτσι, μέσα από την
προφορική τους παράδοση συνέχισε να αναπτύσσεται η μουσική κι ο
χορός του φλαμένκο.
Με την πάροδο των χρόνων, όταν αναπτύχθηκε και η μουσική
τεχνολογία και βιομηχανία, το Φλαμένκο βγήκε εκτός των συνόρων της
Ισπανίας κι έγινε γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, άρχισαν να
αναπτύσσονται επιμέρους είδη φλαμένκο, με επιρροές, για
παράδειγμα, από τη Λατινική Αμερική και κυρίως την Κούβα, ενώ η