παρημέλησε την καλλιτεχνίαν· και εγνώριζε μεν αρκετήν ποίησιν,
αλλά πάντοτ' εξήταζεν αυτήν ως ψιλόν πεζόν λόγον. Εις τας
στρατείας εδεικνύετο ατρόμητος, αλλ' ενίοτ' έπιπτεν εις βαθείας
εκστάσεις επικινδύνους. Κατά τα τελευταία του έτη, ότε πρώτον
ημείς γνωρίζομεν αυτόν, διεκρίνετο διά την άκραν αδιαφορίαν προς
τας σωματικάς απολαύσεις ή τας λύπας. Αλλά φαίνεται ότι δεν
υπήρξε πάντοτε τοιούτος, και ότι ο γέρων, ο μη αισθανόμενος τους
παγετούς και λησμονών αν είχε φάγει, ο δυνάμενος να πίνη όλην την
νύκτα χωρίς να ζαλισθή, είχε περάσει τρικυμιώδη και περιπαθή
νεότητα. Διότι ο Σπίνθαρος, ο πατήρ του Αριστοξένου, εις των
ολίγων μη μαθητών, όσοι εγνώρισαν αυτόν νέον, έλεγεν ότι ο
Σωκράτης ήτο ανήρ σφοδρών παθών, αχαλινώτου θυμού και
ισχυρών επιθυμιών.
Τα θετικά διδάγματα του ανδρός ήσαν ολίγα. Ο Σωκράτης εκολλάτο
εις το παράδοξον δόγμα, ότι αρετή είναι η γνώσις, θεωρίαν, ήν
επολέμησε πρώτον μεν ο Ευριπίδης, έπειτα δε ο Αριστοτέλης —
τουλάχιστον κατά την κοινήν εκδοχήν· αλλ' αυτός θα απέδιδε
βεβαίως άλλην, όχι κοινήν σημασίαν. Δεν είχε δε πολλά επίκτητα
χαρίσματα, ουδ' εφρόντισε ν' αποκτήση, ότε δε ηλικιωμένος ήδη,
απεφάσισε να μάθη μουσικήν, ετράπη κατ' ευθείαν εις το σχολείον
και εδιδάσκετο μεταξύ των παιδίων. Αδιακόπως εμελέτα έν
πρόβλημα, όπερ ουδέποτε κατώρθωσε πράγματι να λύση, και όπερ
ουδείς θνητός έλυσεν. Ησθάνετο ότι η μεγάλη αλήθεια, την οποίαν
ανεζήτει, θα είναι πανταχού ορατή, εάν μόνον γνωρίζωμεν να
παρατηρώμεν· ότι δεν χρειαζόμεθα περισσοτέραν γνώσιν, αλλ'
απλώς συνείδησιν του τι έχομεν εντός μας. Υπαινισσόμενος δε το
επάγγελμα της μητρός του, ωνόμαζε παίζων την μέθοδόν του «
μαιευτικήν ».
Μετά της πίστεως ταύτης εις ύπαρξιν πραγματικής εντός του
ανθρώπου αληθείας ο Σωκράτης είχε και αληθινήν μεγαλοφυίαν εις
την επίκρισιν. Συχνά υπερβολικός εις την μέθοδόν του, αλλά πάντοτε
βαθυτάτα τίμιος εις τον σκοπόν του, επεζήτει θεμελιώδεις
πεποιθήσεις και αρχάς παρά οιουδήποτε, φιλοσόφου, πολιτικού,
τεχνίτου ή κοινού ανθρώπου, δεχομένου να συζητήση προς αυτόν,