ρς, ξ ημ ,η ημρ μμ
τα μβασίδια και τον εμβάσαμε τον γαμβρό στο σπίτι μας,
για νάρχετ' ελεύθερα, όπως είνε συνήθεια. Και 'ς ολίγες
εβδομάδες ο Σπύρος, ο γαμβρός, ετοιμάσθη να κάνη ταξείδι,
με την βομβάρδα τ' αδερφού του, γι' απάνω, για τα
Μπογάζια της Πόλης, κι' αποκεί για τη Μαύρη Θάλασσα.
Εταξείδευαν συχνά για κείνα τα μέρη, πότε με λάδια, πότε με
κρασιά. Και σαν ετοιμάσθη να μισέψη ύ Σπύρος, μια
βραδειά, γυρίζει και λέγει της μητέρας μου·
— Να σου πω, μάννα, εσύ έχεις, μη προς βάρος, μέσ' το
σπίτι, τριών λογιών παιδιά. Όσο και να την αγαπά την
Ουρανίτσα ο μητρυιός της, δεν θα την έχη σαν τα παιδιά
του, τα γκαρδιακά. Είνε το σπίτι σας σαν μια φωληά, από
λογιών των λογιών πουλιά, όπου κάθε πουλί έχει και τη
λαλιά του. Δεν αφίνεις την Ουρανίτσα, να την πάρ' η μητέρα
μου στο σπίτι καλλίτερα, να την έχη συντροφιά, που είνε
μονάχη της, όσο θα λείπω εγώ, ως που νάρθω, καλό
κατευόδιο, να στεφανωθώ;
Η μάννα μου, σαν τάκουσε, κούνησε της πλάτες.
— Ξέρω κ' εγώ, πλειο, είπε μόνον. Να ιδούμε τι θα πη κι' ο
πεθερός σου.
— Ο πεθερός μου, είπεν ο Σπύρος, τι θα πη; . . . . φθάνει
να θέλης του λόγου σου.
Ο πεθερός ήτον ο αφέντης μου, ο μητρυιός της Ουρανίτσας.
Εκείνος δεν είπεν όχι, επειδή πέφταμε πολλά παιδιά μέσ' στο
σπίτι, κ' η μάννα μου γεννούσε ακόμα.
— Ας πάη καλλίτερα με τη συμπεθέρα τη Μπερνίτσα, είπεν.
— Ας πάη πλειο, είπε κ' η μάννα μου.
Η Ουρανίτσα, κι' αυτή, σαν να της άρεσε να πάη να καθίση
με την πεθερά της. Η συμπεθέρα, η Μπερνίτσα, χήρα, άλλο
παιδί δεν είχε, παρά μίαν κόρη πανδρεμμένη, με δύο παιδιά,
και τον γυιο της τον Σπύρο. Όποτε έλειπε ο Σπύρος, έμενε
μονάχη της στο σπίτι. Ώστε εφάνη πρόθυμη να δεχθή τη
νύφη της για συντροφιά.